- κέλυφος
- Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 148 μ.) στο Θρακικό πέλαγος, στον κόλπο της Κασσάνδρας. Βρίσκεται κοντά στη δυτική ακτή της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας του νομού Χαλκιδικής.
* * *το (Α κέλυφος)1. τσόφλι2. όστρακο, καύκαλο, καβούκινεοελλ.1. τεχνολ. τρισδιάστατη φέρουσα κατασκευή που αποτελείται από επιφάνειες απλής ή διπλής κύρτωσης2. ζωολ. όρος που χρησιμοποιείται για το εξωτερικό και συνήθως σκληρό περίβλημα τών οστρακόδερμωναρχ.1. (για καρπούς) φλοιός2. (για ζώα) θήκη3. (για ψάρια) η μεμβράνη που περιέχει τα αβγά4. (για έντομα) η θήκη που περιέχει τη χρυσαλλίδα5. το όστρακο τών μαλακοστράκων6. η κοιλότητα τού ματιού7. (μτφ. με σκωπτική σημ.) οι γηρασμένοι δικαστές («ἀντωμοσιῶν κελύφη», Αριστοφ.)8. φρ. «γήινον κέλυφος» — το ανθρώπινο σώμα (Συνέσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το καλύπτω (αν και το -υ- τού ρ. είναι βραχύ), καθώς και με τα ουδ. νάκος, σκῦτος, δέρος «δέρμα, προβιά»].
Dictionary of Greek. 2013.